- κολλοποδιώκτης
- κολλοποδῐώκτης, ου, ὁ, (A
κόλλοψ 11.2
) Com. name for a gross debauchee, Sch.Ar.Nu.347, Eust.1915.16, Suid.s.v.ἀγρίους.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόλλοψ 11.2
) Com. name for a gross debauchee, Sch.Ar.Nu.347, Eust.1915.16, Suid.s.v.ἀγρίους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολλοποδιώκτης — κολλοποδιώκτης, ὁ (Α) αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος» + διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιππο διώκτης, κνισο διώκτης] … Dictionary of Greek
κολλοποδιῶκται — κολλοποδιώκτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλοποδιώκτας — κολλοποδιώκτᾱς , κολλοποδιώκτης masc acc pl κολλοποδιώκτᾱς , κολλοποδιώκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)